αντιλαϊκός

αντιλαϊκός
η , ό[ν] антинародный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αντιλαϊκός" в других словарях:

  • αντιλαϊκός — ή, ό 1. ο στρεφόμενος εναντίον του λαού ή των συμφερόντων του λαού 2. δυσάρεστος στον λαό, αντιδημοτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντί + λαϊκός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αντιλαϊκός — ή, ό ο εναντίον του λαού: Τα κυβερνητικά οικονομικά μέτρα από μερικούς κρίνονται αντιλαϊκά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιδημοτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που δεν είναι δημοφιλής, αντιλαϊκός: Οι τελευταίες φορολογίες που επιβλήθηκαν έκαναν αντιδημοτική την κυβέρνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»